ξίκι

ξίκι
το
φρ. α) «ξίκι να γίνεις» — άντε στο καλό, χάσου
β) «ξίκι να γίνει» — χαλάλι, ό,τι έγινε έγινε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. eksik].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ξίκης — ο [ξίκι] αυτός που κλέβει στο ζύγισμα, που ζυγίζει λιποβαρώς για να επιτύχει μεγαλύτερο κέρδος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”